- αἱμασιώδης
- αἱμᾰσιώδης, ες,A like a αἱμασιά, Pl.Lg.681a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμασιώδης — αἱμασιώδης, ες (Α) [αιμασιά] ο όμοιος με αιμασιά … Dictionary of Greek
αἱμασιώδη — αἱμασιώδης like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἱμασιώδης like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἱμασιώδης like a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιώδεις — αἱμασιώδης like a masc/fem acc pl αἱμασιώδης like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek